- ὤπασα
- ὀπάζωmake to followaor ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὤπασ' — ὤπασα , ὀπάζω make to follow aor ind act 1st sg ὤπασο , ὀπάζω make to follow plup ind mp 2nd sg ὤπασο , ὀπάζω make to follow perf imperat mp 2nd sg ὤπασε , ὀπάζω make to follow aor ind act 3rd sg ὤπασαι , ὀπάζω make to follow perf ind mp 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οπάζω — ὀπάζω (Α) 1. στέλνω κάποιον μαζί με άλλον ως ακόλουθο ή ως συνοδοιπόρο ή κάνω κάποιον να ακολουθήσει («ἐπεὶ ῥὰ οἱ ὤπασα πομπόν», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με πράγματα) παραχωρώ, παρέχω, δίνω («νῡν μὲν γὰρ τούτῷ Κρονίδης Ζεὺς κῡδος ὀπάζει» δίνει σ… … Dictionary of Greek